πυελικός, -ή

πυελικός, -ή
που αναφέρεται στην πύελο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πυελικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πύελο, δηλ. στη λεκάνη ή στη νεφρική πύελο (α. «πυελική ζώνη» β. «πυελικό απόστημα» γ. «πυελικό συρίγγιο») 2. φρ. «πυελικός δείκτης» ανθρωπολ. το μέτρο τού στομίου τής πυέλου το οποίο είναι ευρύτερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”